- περι-λιχνεύω
περι-λιχνεύω, von allen Seiten belecken, benaschen, Philo, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-λιχνεύω, von allen Seiten belecken, benaschen, Philo, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιλιχνεύω — Α περιλείχω, τρώω με λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λιχνεύω «γλείφω» (< λίχνος)] … Dictionary of Greek
λιχνεία — η (AM λιχνεία) [λιχνεύω] λαιμαργία σε φαγητό και ποτό («ὅ,τι περὶ λιχνείας καὶ ἀπληστίας ὄφελος», Λουκ.) μσν. αρχ. συν. στον πληθ. αἱ λιχνεῑαι ορεκτικά φαγητά, λειχουδιές … Dictionary of Greek