ὅς-περ [2]

ὅς-περ [2]

ὅς-περ, adv., so wie, gleich wie, eine Vergleichung einleitend; Il. 4, 263. 14, 50. 24, 487 Od. 2, 333. 7, 206 u. sonst; auch setzt Hom. häufig ein Wort dazwischen, ὡς σύ περ, ὡς τοπαρός περ u. ä., wodurch deutlich wird, daß ὡς u. περ jedes in seiner eigentlichen Bedeutung zu nehmen sind; so auch Pind., Tragg. u. in Prosa überall. Bei Hom. fängt es immer den vergleichenden Satz an und bezieht sich nur auf ein vorhergehendes Demonstrativum; bei Hes. Th. 402 bezieht es sich auf ὡς δ' αὔτως; = wie zum Beispiel, Soph. O. C. 780 Plat. Gorg. 451 a Rep. IV, 420 c u. öfter; auch ὥςπερ ἄν c. conj., wie ὡς ἄν, Soph. O. C. 1363. Man bemerke bes. den Gebrauch des ὥςπερ nach ὁ αὐτός, εἴ τις διισχυρίζοιτο τῷ αὐτῷ λόγῳ ὥςπερ σύ Plat. Phaed. 86 a, vgl. Legg. II, 671 c Lys. 209 c. In Zwischensätzen steht ὥςπερ mit dem partic. wie ὡς, σιωπῇ ἐδείπνουν ὥςπερ τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς, als wie es ihnen befohlen, Xen. Conv. 1, 4, vgl. Mem. 2, 3,3. – Gleichsam, fast, beinahe, s. Heind. Plat. Crat. 384 c Phaed. 88 e u. Krüger Xen. An. 3, 1,14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέρ — περ , πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — πέρ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

  • πέρ(υ)σι — (επίρρ. χρον.), τον περασμένο χρόνο: Κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα, για όσους βλέπουν απαισιόδοξα το μέλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… …   Dictionary of Greek

  • περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πέρ — ἔ , ἒ woe! woe indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περ' — περί , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρ' — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) πέρι , περί round about indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ού περ — οὔ περ ἡ οὔπερ (Α) (ως επιτ.) καθόλου …   Dictionary of Greek

  • Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”