- ἅρμοσμα
ἅρμοσμα, τό, das Zusammengefügte, Eur. Hell. 418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἅρμοσμα, τό, das Zusammengefügte, Eur. Hell. 418.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άρμοσμα — ἅρμοσμα, το (Α) [αρμόζω] η εργασία της συναρμολόγησης … Dictionary of Greek
ἁρμοσμάτων — ἅρμοσμα joined work neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek