ἅπτρα

ἅπτρα

ἅπτρα, , u. ἁπτρίον, τό, der Docht in der Lampe, B. A. 794.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἅπτρα — ἅπτρᾱ , ἅπτρα wick of a lamp fem nom/voc/acc dual ἅπτρᾱ , ἅπτρα wick of a lamp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπτρα — η βλ. άφτρα …   Dictionary of Greek

  • άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • θρυαλλίδα — Ταινιοειδές κατασκεύασμα από εύφλεκτες ου σίες, το οποίο προορίζεται να μεταδίδει σε απόσταση και σε έναν προκαθορισμένο χρόνο την έναυση σε εκρηκτικές γομώσεις. Το εύφλεκτο υλικό, που αποτελείται συνήθως από μαύρη πυρίτιδα, περιέχεται σε έναν… …   Dictionary of Greek

  • φιτίλι — το, Ν 1. η θρυαλλίδα διαφόρων φωτιστικών αντικειμένων ή συσκευών, άπτρα, ελλύχνιο (α. «φιτίλι κεριού» β. «φιτίλι τής καντήλας» γ. «φιτίλι τής λάμπας» δ. «φιτίλι αναπτήρα») 2. η θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου, εκρηκτικής ύλης, εμπυρεύματος ή… …   Dictionary of Greek

  • φιτρί — το, Ν καντηλήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁπτρίν / ἁπτρίον, υποκορ. τού ἅπτρα (< ἅπτω «ανάβω»]. Ο τ. φιτρί έχει προέλθει από τον τ. ἁπτρίν / ἁφτρίν ως εξής: ο τ. ἁφτρίν στον πληθ. με συνεκφορά τού άρθρου έδωσε τ. τἁφτρία, ο οποίος στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”