- περι-θερμαίνω
περι-θερμαίνω, = περιϑάλπω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-θερμαίνω, = περιϑάλπω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιθερμαινομένη — περί θερμαίνω warm pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθερμαίνοιτο — περί θερμαίνω warm pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
περιθάλπω — ΝΜΑ μτφ. περιποιούμαι, συντρέχω άρρωστο ή αδύναμο, φροντίζω στοργικά κάποιον που έχει ανάγκη αρχ. ζεσταίνω απ όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θάλπω «θερμαίνω»] … Dictionary of Greek
περιχλιαίνω — Α καθιστώ κάτι χλιαρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χλιαίνω «θερμαίνω»] … Dictionary of Greek