ἄῤ-ῥηκτος

ἄῤ-ῥηκτος

ἄῤ-ῥηκτος, unzerreißbar, δεσμόν Iliad. 15, 20, δεσμοὺς ἀρρήκτους ἀλύτους Od. 8, 275; πέδας ἀρρήκτους ἀλύτους Iliad. 13, 37; ἔριδος καὶ πολέμοιο πεῖραρ, ἄρρηκτόν τ' ἄλυτόν τε 13, 360; εἶλαρ, unzerstörbar, 14, 56. 68; τεῖχος Od. 10, 4; πόλις Iliad. 21, 447; νεφέλην, undurchdringlich, 20, 150; φωνή, unermüdlich, 2, 490; – ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις Aesch. Prom. 6; ἄῤῥηκτος φυάν Pind. I. 5, 44, von unverwüstlicher Natur; σάκος Aesch. Suppl. 187; Soph. Ai. 573; χάλαζα, hart, Theocr. 22, 16; δέρμα κροκοδείλου, undurchdringlich, Her. 2, 68; Sp. – Adv., ἀῤῥήκτως ἔχειν Ar. Lys. 182.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ῥηκτός — that can be broken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηκτῶν — ῥήκτης breaker masc gen pl ῥηκτός that can be broken fem gen pl ῥηκτός that can be broken masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρρηκτος — η, ο (AM ἄρρηκτος, ον) ο σταθερός, ο στερεός αρχ. 1. ο άθραυστος, ο ακατάλυτος, ο σκληρός 2. ο πυκνός, ο αδιάσπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρηκτός < ρήγνυμι (πρβλ. αλίρρηκτος)] …   Dictionary of Greek

  • αλιρραγής — ἁλιρραγής, ές και ἁλίρρηκτος, ον (Α) αυτός που επάνω του σπάζουν τα κύματα τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ραγής < ἐρράγην, ῥήγνυμι «θραύω, σπάζω, συντρίβω» ο τ. ἁλίρρηκτος < ἁλι * + ρηκτός < ῥήγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”