ἄῤ-ῥαφος

ἄῤ-ῥαφος

ἄῤ-ῥαφος, ohne Naht, aus einem Stücke, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ράφος — ο, Ν ζωολ. γένος περιστερόμορφων πτηνών τού Ινδικού Ωκεανού, που έχει εξαφανιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. raphus < νεολατ. raphus] …   Dictionary of Greek

  • σαγματοράφος — ὁ, Α σαγματοράπτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, ατος + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. αρμενο ράφος, κοσκινο ράφος] …   Dictionary of Greek

  • παλαιοράφος — παλαιοράφος, ον (Α) το αρσ. ως ουσ. επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. κοσκινο ράφος] …   Dictionary of Greek

  • σακκοράφος — η, ον, Μ (για βελόνες) κατάλληλος για ραφή σάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. σαγματο ράφος] …   Dictionary of Greek

  • пелена — I пелена стреха соломенной крыши , курск., орл. (Даль). Согласно Преобр. (II, 34), связано с пелёда, но затруднение представляет разница в ударении. II пелена пелька, диал., новгор., боровск., псковск., сшитое полотнище; пеленка (Даль), укр.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • δικορράπτης — και δικορράφος, ο (Α) αυτός που επινοεί ή κατασκευάζει δίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. δικορράπτης < δίκη + ράπτης < ράπτω δικορράφος < δίκη + ραφος < ραφή < ράπτω (πρβλ. μηχανορράφος)] …   Dictionary of Greek

  • εσθητορράφος — ἐσθητορράφος, ὁ (AM) αυτός που ράβει εσθήτες, ο ράφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσθής, ήτος + ραφος < ραφή] …   Dictionary of Greek

  • κοσκινοράφος — κοσκινοράφος, ὁ (Α) αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη τού κόσκινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιο ρράφος, μηχανο ρράφος] …   Dictionary of Greek

  • πατακτ(ρ)οράφος — ὁ, Α πιθ. κατασκευαστής μαστιγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πάτακτρον (< πατάσσω) + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω)] …   Dictionary of Greek

  • πελλοράφος — ον, Α αυτός που συρράπτει δέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ. < λατ. pellis «δέρμα» + ράφος (< ῥάπτω)] …   Dictionary of Greek

  • σκίραφος — σκί̱ραφος , σκίραφος dice box masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”