- ἄῤ-ῥωστος
ἄῤ-ῥωστος, schwach, kränklich, Xen. Oec. 4, 2 u. Sp. – Adv., ἀῤῥώστως ἔχειν Dion. Hal. 7, 12. – Aber ἀῤῥωστότερον γίγνεσϑαι ἐς τὴν μισϑοδοσίαν, minder geneigt zu zahlen, Thuc. 8, 83. S. vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄῤ-ῥωστος, schwach, kränklich, Xen. Oec. 4, 2 u. Sp. – Adv., ἀῤῥώστως ἔχειν Dion. Hal. 7, 12. – Aber ἀῤῥωστότερον γίγνεσϑαι ἐς τὴν μισϑοδοσίαν, minder geneigt zu zahlen, Thuc. 8, 83. S. vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύρωστος — η, ο (ΑΜ εὔρωστος, ον) 1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος («εὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.) 2. αυτός που έχει ψυχικό σθένος («εὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.) νεοελλ. ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + ρωστος (< ρώννυμι… … Dictionary of Greek
ρωστικός — ή, ο / ῥωστικός, ή, όν, ΝΑ (για τροφές ή για φάρμακα) δυναμωτικός αρχ. ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω(σ) τού ρ. ῥώννυμι, πιθ. μέσω τού τ. *ρωστός] … Dictionary of Greek
ρωστώ — έω, Α υγιαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω(σ) τού ρ. ῥώννυμι, πιθ. μέσω τού τ. *ρωστός] … Dictionary of Greek