ὄλῡρα

ὄλῡρα

ὄλῡρα (ὀλύρα ist falscher Accent, Arcad. p. 194), , gew. im plur. αἱ ὄλυραι, Bekk, Poll. 7, 21 ὀλῦραι, eine Getreideart, die in der Il. 5, 196 u. 8, 564 (ὀλύρας) als Pferdefutter neben Gerste, κρῖ, genannt wird; nach Her. 2, 77, ἐκ τῶν ὀλυρέων ποιεῦνται ἄρτους, von den Aegyptiern zum Brotbacken gebraucht (vgl. Ath. III, 109 c); nach 2, 36 auch ζειά genannt (ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία, τὰς ζειὰς μετεξέτεροι καλέουσι); ὑπὲρ τῶν μελινῶν καὶ τῶν ὀλυρῶν ἐν τοῖς Θρᾳκίοις σιροῖς Dem. 8, 45. Doch wird sie auch von ζειά, wie von κριϑή und πυρός unterschieden, Theophr. und Diosc.; vielleicht das Einkorn oder Emmerkorn. Nach Buttm. Lexil. II p. 198 mit ὀλαί, οὐλαί verwandt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όλυρα — η (ΑΜ ὄλυρα) νεοελλ. 1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» (φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη,… …   Dictionary of Greek

  • ὀλύρα — ὀλύ̱ρᾱ , ὄλυρα rice wheat fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλυρα — ὄλῡρα , ὄλυρα rice wheat fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολύρινος — ὀλύρινος, η, ον (Α) [όλυρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα* 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («ἄρτος ὀλύρινος», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • ολυρίδιον — ὀλυρίδιον, τὸ (Α) [όλυρα] υποκορ. τού όλυρα* …   Dictionary of Greek

  • ολυρόκριθον — ὀλυρόκριθον, τὸ, ή ὀλυρόκριθος, ὁ (Α) μίγμα από όλυρα* και κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + κριθή] …   Dictionary of Greek

  • ὀλύρας — ὀλύ̱ρᾱς , ὄλυρα rice wheat fem acc pl ὀλύ̱ρᾱς , ὄλυρα rice wheat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пырей — I пырей род. п. ея I растение Triticum rереns , укр. пирiй, перiй пырей , блр. пырнiк – то же, русск. цслав. пыро ὄλυρα, κέγχρος, болг. пирей пырей (Младенов 423), сербохорв. пи̏р м. полба , словен. рȋr м., pira ж. полба , чеш. pyr, pyř пырей …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Triticum dicoccum —   Triticum dicoccum …   Wikipedia Español

  • пыро — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ὄλυρα) горох (Иез. 4, 9), пшеница, мука …   Словарь церковнославянского языка

  • εργοτισμός — Ασθένεια γνωστή και ιδιαίτερα διαδεδομένη κατά τον Μεσαίωνα. Προκαλείται από μια ουσία, την εργοτίνη (βλ. λ.). Η ουσία αυτή παράγεται από έναν μύκητα και προκαλεί ανωμαλίες στο κυκλοφορικό σύστημα με συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γάγγραινας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”