ἄλλοθι

ἄλλοθι

ἄλλοθι, anderswo, Hom. Od. 16, 44; ἄλλοϑι γαίης 2, 131, ἄλλοϑι πάτρης 17, 318. in der Fremde; ἄλλοϑ' Od. 4, 684. 14. 130. 18. 401. 21, 83; – ἄλλοϑί που, sonst wo, Plat. Phaed. 91 e Soph. 243 b; Xen. Ath. 2, 7; ἄλλ. πῃ, ἄλλ. οὐδαμοῦ, sonst nirgends, Plat. Prot. 326 d; Xen. Mem. I, 4, 8, ποῠ ἄλλοϑι, wo sonst? Antiph. 1, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄλλοθι — elsewhere indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλοθι — Το πραγματικό γεγονός σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος, στον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, βρισκόταν σε άλλο τόπο και όχι σε εκείνον στον οποίο είχε αυτό γίνει. Έτσι, το ά. αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό μέσο για την αθωότητα του… …   Dictionary of Greek

  • άλλοθι — το (νομ.), ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ή η απόδειξη ότι, όταν γινόταν η αξιόποινη πράξη για την οποία τον κατηγορούν, αυτός βρισκόταν σ άλλο τόπο: Ο κατηγορούμενος πρόβαλε για υπεράσπιση του αναμφισβήτητο άλλοθι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄλλοθ' — ἄλλοθι , ἄλλοθι elsewhere indeclform (adverb) ἄλλοτε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • отъиноудоу — (9*) нар. Из другого места: бѣ видѣти и множьство бещисмене. къ нѥмѹ ѹбо съход˫аще. ѡвѣхъ же ѿ ѡкр(с)ьнихъ мѣстъ. ины же ѿинѹдѹ събьра||въшас˫а. (ἀλλαχόϑεν) ЖФСт к. XII, 162–163; чѧсто бо к нѥмꙊ приход˫ахѹ на вс˫акъ чѧ(с) дрѹзи же ѿинѹдѹ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CALAMUS — I. CALAMUS Aromaticus, cuius mentio Ierem. c. 6. v. 20. Salmasio non nisi Indicus est, quem ideo Arabicum ac Syriacum nonnullis dici vult, quia ex India in Arabiam et Syriam advehebatur. Sed solum in India crevisle falsum, cum Mosis aevô Iudaeis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • αλλοθιγενής — ές αυτός που έχει αλλού τη γενεσιουργό αιτία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. ἄλλοθι + γενὴς < γένος] …   Dictionary of Greek

  • αυτόθι — (AM αὐτόθι) επίρρ. στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σημείο νεοελλ. (για παραπομπές) στο ίδιο βιβλίο ή χωρίο του συγγραφέα το οποίο έχει αναφερθεί πιο πάνω αρχ. αμέσως, ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός + (επιρρ. κατάλ.) –θι (πρβλ. ακρόθι, άλλοθι, αύθι κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”