- ἄλλοκα
ἄλλοκα, dor. für ἄλλοτε, z. B. Theocr. 4, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄλλοκα, dor. für ἄλλοτε, z. B. Theocr. 4, 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλλοκα — ἄλλοκα [ἄλλος] δωρικός τύπος αντί ἄλλοτε … Dictionary of Greek
ἄλλοκα — ἄλλοσε elsewhither doric aeolic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλοκ' — ἄλλοκα , ἄλλοσε elsewhither doric aeolic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek