ἄλλου

ἄλλου

ἄλλου, anderswo, dem ποῠ entsprechend; gew. ist ἀλλαχοῠ; – ἀλλουγέπου, irgend sonst wo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλλού — επίρρ. τοπικό 1. (για στάση), σε άλλον τόπο: Τώρα κάθομαι αλλού. 2. (για κίνηση, οπότε συνοδεύεται και με την πρόθεση για), για άλλον τόπο, για άλλο μέρος: Ξεκίνησα γι αλλού και βρέθηκα αλλού. 3. με την πρόθεση από πριν από αυτό δείχνει την από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλού — επίρρ. (Μ ἀλλοῦ) 1. (δίχως κίνηση) σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος 2. (με κίνηση) προς άλλο τόπο, προς άλλη κατεύθυνση 3. α) σε άλλη αρχή, σε άλλη βάση β) σε άλλο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄλλος κατά τα αὐτός > αὐτοῦ, πάντα > παντοῦ. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • ἄλλου — ἄλλος y neut gen sg ἄλλος y masc gen sg ἄλλου indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοῦ — ἀνά λόω lǎvo pres imperat mp 2nd sg ἀνά λόω lǎvo imperf ind mp 2nd sg (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλλου — ἅ̱λλου , ἅλλομαι sal imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἅλλομαι sal pres imperat mid 2nd sg (attic epic doric) ἅλλομαι sal imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀββᾶ, τί κτίζεις ἄλλου ἀββᾶ κελλία;… — См. Знай себя, и того будет с тебя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”