- περι-θαρσής
περι-θαρσής, ές, sehr muthig, περιϑαρσέες ἀλκῇ, Ap. Rh. 1, 152. 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-θαρσής, ές, sehr muthig, περιϑαρσέες ἀλκῇ, Ap. Rh. 1, 152. 195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιθαρσής — ές, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλη αυτοπεποίθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * θαρσής (< θάρσος), πρβλ. ευ θαρσής] … Dictionary of Greek