ἄλλοτε

ἄλλοτε

ἄλλοτε, ein andermal, zu anderer Zeit, sonst, Hom. z. B. Iliad. 13, 776 ἄλλοτε δή ποτε, 19, 200 ἄλλοτέ περ, 20, 90. 187 ἤδη καὶ ἄλλοτε, 22, 171 ἄλλοτε δ' αὖτε, 15, 684 ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται; 5, 595 ἄλλοτε μένἄλλοτε, bald – bald, 21, 464 ἄλλοτε μένἄλλοτε δέ, 18, 472 Od. 5. 331 ἄλλοτε μένἄλλοτε δ' αὖτε, Iliad. 18, 159 ἄλλοτεἄλλοτε δ' αὖτε, 18, 602 ὁτὲ μένἄλλοτε δ' αὖ, 11, 65 ὁτὲ μέν – ἄλλοτε δέ, 20, 50 ὁτὲ μέν – ἄλλοτε. 11, 566 ἄλλοτε μένὁτὲ δέ, 24, 10 ἄλλοτεἄλλοτε δ' αὖτεἄλλοτε δέτοτὲ δέ; – τότε μέν – ἄλλοτε δέ Soph. El. 739; ποτὲ μένἄλλοτε δέ Ant. 367; ἄλλοτε ἄλλος Aesch. Prom. 276 Soph. Phil. 694 und stets bei Pind. (13mäl); eben so in Prosa; auch ἄλλοτ' ἄλλῃ, ἄλλοτ' ἄλλοσε; νῦν τε καὶ ἄλλοτε δὴ πολλάκις Theaet. 187 c; ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε, dann u. wann, Xen. An. 2, 4, 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄλλοτε — at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλοτε — επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες) (για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά αρχ. 1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος «ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • άλλοτε — επίρρ. χρον. 1. άλλη φορά, άλλη ώρα: Να μη σε βρω άλλοτε εδώ. 2. κατά τις περιστάσεις: Άλλοτε κρύος κι άλλοτε ζεστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Иному счастье мать, иному мачиха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αλληλοδανείζομαι — άλλοτε δανείζω σε κάποιον και άλλοτε δανείζομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δανείζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • κἄλλοτε — ἄλλοτε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλοτ' — ἄλλοτε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχαρναί και Αχαρνές — (άλλοτε Μενίδι). Πόλη (υψόμ. 180 μ., 75.329 κάτ.) του νομού Αττικής, έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Βρίσκεται Δ της Αθήνας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Στον χώρο του σημερινού δήμου βρισκόταν ο ομώνυμος… …   Dictionary of Greek

  • ἄλλοσε — ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”