ἄλλοσε

ἄλλοσε

ἄλλοσε, anders wohin, Hom. nur Od. 23, 184. 204; ἄλλος ἄλλοσε Aesch. Pers. 351 u. sonst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλλοσε — ἄλλοσε επίρρ. (Α) 1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο «ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη «ποῑ ἄλλοσε;»… …   Dictionary of Greek

  • ἄλλοσε — ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλοκα — ἄλλοσε elsewhither doric aeolic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλοσ' — ἄλλοσε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CANINA Effigies in capite — symbolum olim Ducis ignavi et vitiis mersi. Non dico illum utilem Canem, vigilem et pastoritium; nec venaticum, et generosum, de quibus infra: sed timidum, impurum, ignavum latratorem, crudelem, exedentem cadavera, cuiusmodi apud Bactrianos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -σε — Α επιρρηματικός προσχηματισμός που δηλώνει κίνηση σε τόπο (πρβλ. ἄνω: ἄνωσε, ἄλλος: ἄλλοσε) …   Dictionary of Greek

  • άλλοθι — Το πραγματικό γεγονός σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος, στον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, βρισκόταν σε άλλο τόπο και όχι σε εκείνον στον οποίο είχε αυτό γίνει. Έτσι, το ά. αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό μέσο για την αθωότητα του… …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • άλλυδις — ἄλλυδις επίρρ. (Α) [ἄλλος] (επικός τύπος αντί ἄλλοσε) 1. σε άλλο μέρος, προς άλλο τόπο 2. στον Όμηρο μόνο με το ἄλλος, ἄλλη κ.λπ. στις φρ. «ἄλλυδις, ἄλλος», ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί «ἄλλυδις ἄλλῃ», μια έτσι και μια αλλιώς …   Dictionary of Greek

  • επενθρώσκω — ἐπενθρῴσκω (Α) τινάζομαι, πηδώ πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («σέλμασιν ναῶν ἐπενθορόντες ἄλλος ἄλλοσε», Αισχύλ.) 2. επιτίθεμαι («ἔνοπλος γὰρ ἐπ αὐτὸν ἐπενθρῴσκει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθρώσκω «εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • μηδαμόσε — (Α) επίρρ. προς κανένα μέρος, πουθενά («μηδαμόσε ἀλλοσε τείνοντα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. αυτό σε, ουδαμό σε)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”