- περι-ούσιος
περι-ούσιος, vermögend, reich, überflüssig, ausgezeichnet, vorzüglich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-ούσιος, vermögend, reich, überflüssig, ausgezeichnet, vorzüglich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροούσιος — και ετερούσιος, ο (ΑΜ ἑτερούσιος, ον) 1. αυτός που διαφέρει ως προς την ουσία ή τη φύση, ο μη ομοούσιος 2. φρ. «ετερούσιον δόγμα» το δόγμα τῶν Αρειανιστών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι στην Αγία Τριάδα ο Υιός είναι διαφορετικός από τον Πατέρα ως… … Dictionary of Greek
ετερούσιος — ο και ετεροούσιος, ο (ΑΜ ἑτερούσιος, ον και ἑτεροούσιος, ον) αυτός που είναι διαφορετικός κατά την ουσία ἡ τη φύση, αυτός που δεν είναι ομοούσιος («ετερούσιον δόγμα» το δόγμα τών Αρειανών, οι οποίοι αρνούνταν το ομοούσιο τού Πατρός και τού Υιού) … Dictionary of Greek
μετούσιος — μετούσιος, ον (Α) αυτός που είναι κατώτερος τού όντος, τής υπάρξεως τής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. αν ούσιος, περι ούσιος] … Dictionary of Greek
περιούσιος — ον, ΜΑ ξεχωριστός, εκλεκτός, αγαπητός («λαὸς περιούσιος ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν», ΠΔ) αρχ. αυτός που έχει περιουσία, ευκατάστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. επι ούσιος] … Dictionary of Greek
υπερούσιος — α, ο / ὑπερούσιος, ον, ΝΜΑ εκκλ. (ως προσωνυμία τού Θεού) 1. αυτός που βρίσκεται πέρα και πάνω από την ύλη, άϋλος 2. (κατ επέκτ.) απρόσιτος στην ανθρώπινη γνώση («τῆς ὑπερουσίου καὶ κρυφίας θεότητος», Διον. Αρεοπ.) μσν. 1. πάμπλουτος 2. το ουδ.… … Dictionary of Greek