- ὄθη
ὄθη, ἡ, Sorge, Fürsorge, Hesych. erkl. φροντίς, ὥρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄθη, ἡ, Sorge, Fürsorge, Hesych. erkl. φροντίς, ὥρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όθη — ὄθη (Α), (κατά τον Ησύχ.) «φροντίς, ὤρα, φόβος, λόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ὄθομαι* «φροντίζω»] … Dictionary of Greek
ὄθη — ὀθέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὀθέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)