- ὄλβιστος
ὄλβιστος, s. ὄλβιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄλβιστος, s. ὄλβιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όλβιστος — ὄλβιστος, ίστη, ον (Α) 1. πλουσιότατος 2. ευτυχέστατος τ. υπερθ. τού όλβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. υπερθ. τού επιθ. ὄλβιος που έχει σχηματιστεί πιθ. κατά το μακάριστος] … Dictionary of Greek