- ὄθμα
ὄθμα, τό, = ὄμμα, Nic. Ther. 444; nach Hesych. äolisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄθμα, τό, = ὄμμα, Nic. Ther. 444; nach Hesych. äolisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όθμα — ὄθμα, τὸ (Α) βλ. όμμα … Dictionary of Greek
ὄθμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄθμασι — ὄθμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄθμασιν — ὄθμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄθματα — ὄθμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄθματι — ὄθμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄθματος — ὄθμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek