ἄημα

ἄημα

ἄημα, τό, Wehen, ἀνέμων Aesch. Eum. 865; Soph. Ai. 659; Anth.; ῥόδον ϑεῶν ἄημα Anacr. 53, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άημα — ἄημα, το (Α) [ἄημι] πνοή, φύσημα ανέμου …   Dictionary of Greek

  • ἄημα — blast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀημάτων — ἄημα blast neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀήματα — ἄημα blast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀήματος — ἄημα blast neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… …   Dictionary of Greek

  • ἀήμαθ' — ἀήματα , ἄημα blast neut nom/voc/acc pl ἀήματι , ἄημα blast neut dat sg ἀήματε , ἄημα blast neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”