- περι-λωπίζω
περι-λωπίζω, rings einhüllen, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-λωπίζω, rings einhüllen, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιλωπίζω — Α καλύπτω ολόγυρα με λώπη*, περιενδύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λωπίζω / < λώπη «ιμάτιο»] … Dictionary of Greek
περικαλλωπίσασα — περικαλλωπίσᾱσα , περί , κατά λωπίζω uncover aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) περικαλλωπίσᾱσα , περί καλλωπίζω beautify the face aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)