- περι-οχέω
περι-οχέω, herumtragen. – Pass. u. med. sich herumtragen lassen, d. i. herumfahren, herumreiten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-οχέω, herumtragen. – Pass. u. med. sich herumtragen lassen, d. i. herumfahren, herumreiten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιοχοῦν — περϊοχοῦν , περί ὀχέω hold fast pres part act masc voc sg (attic epic doric) περϊοχοῦν , περί ὀχέω hold fast pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek