ἄλειαρ

ἄλειαρ

ἄλειαρ, ατος, τό ίἀλέω), Mehl, bes. Weizenmehl, Hom. einmal, Od. 20, 108 ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα; – vgl. ἄλευρον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλειαρ — ἄλειαρ ( ατος), το (Α) συνήθως στον πληθ. τά ἀλείατα αλεύρι από σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος τ. ἄλεαρ (< *ἄλε Fαρ < ἀλῶ* «αλέθω»), με μετρική έκταση επίσης και ο τ. τού πληθ. ἀλείατα < παράλληλος τ. ἀλέατα (< *ἀλέ Fατα), με… …   Dictionary of Greek

  • άλφι — ἄλφι, το (Α) βλ. άλφιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που δήλωνε αρχικά είδος αλεύρου από κριθάρι σε αντίθεση με τις λ. ἄλειαρ*, ἄλευρον. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ επέκταση «το καθημερινό ψωμί, τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου)… …   Dictionary of Greek

  • όνειαρ — (I) ὄνειαρ και ὄνεαρ, τὸ (Α) 1. οτιδήποτε αποφέρει όφελος, κέρδος 2. τρόπος ή μέσο ενίσχυσης τών δυνάμεων, αναψυχή 3. (για πρόσ.) (ιδίως για τη Δήμητρα) προστάτης, σωτήρας, βοηθός 4. (ανώμ. στον πληθ.) τὰ ὀνείατα α) τρόφιμα, εδέσματα β) πολύτιμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”