ἄ-λειψις

ἄ-λειψις

ἄ-λειψις, , das Salben, Her. 3, 22; Arist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λείψις — λεῑψις, εως, ἡ (ΑM) έλλειψη, στέρηση αρχ. 1. παράλειψη 2. έκλειψη 3. όρος με αρνητικό πρόσημο στις αλγεβρικές παραστάσεις, σε αντιδιαστολή με το ὕπαρξις («λεῑψις ἐπὶ λεῑψιν πολλαπλασιασθείσα ποιεῑ ὕπαρξιν», Διοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θ. λειπ τού λείπω +… …   Dictionary of Greek

  • λεῖψις — omission fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείψις — λείψῑς , λεῖψις omission fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῖψιν — λεῖψις omission fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείψη — λεῖψις omission fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • λείψει — λείβω pour aor subj act 3rd sg (epic) λείπω leave fut ind mid 2nd sg λείπω leave fut ind act 3rd sg λεῖψις omission fem nom/voc/acc dual (attic epic) λείψεϊ , λεῖψις omission fem dat sg (epic) λεῖψις omission fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείψεις — λείβω pour aor subj act 2nd sg (epic) λείπω leave fut ind act 2nd sg λεῖψις omission fem nom/voc pl (attic epic) λεῖψις omission fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφάγι — το / προσφάγιον, ΝΜΑ, και προσφάι Ν καθετί που τρώγεται με ψωμί ως συμπλήρωμά του (α. «τοῡ προσφαγίου ἡ μέριμνα κι ἡ λεῑψις τοῡ ψωμίου / τάς ἐνθυμήσεις τὰς πολλὰς πολλὰ τὰς περικόπτουν», Πρόδρ. β. «ὀσπρίου ἤ ἄλλου τινὸς προσφαγίου», Σχόλ. Αριστοφ …   Dictionary of Greek

  • σιτολειψία — ἡ, Α σιτοδεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + λειψία < λεῖψις «έλλειψη» (< λείπω), κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • λείψεων — λείψεω̆ν , λεῖψις omission fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”