ἄλις

ἄλις

ἄλις (vgl. ἁλής), schaarenweis, in Menge, hinreichend, genug; Hom. oft, ohne Einfluß auf die Construction; von Bienen αἱ μέν τ' ἔνϑα ἅλις πεποτήαται Il. 2, 90, ἀμφὶ δέ μιν γαλόῳ τε καὶ εἰνατέρες ἅλις ἔσταν 22, 473, περὶ Τρωαὶ ἅλις ἦσαν 3, 384, ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι Od. 17, 376, ἅλις ἀναβέβρυχεν ὕδωρ Il. 17, 54, ἅλις χέραδος περιχεύας, μυρἴον Iliad. 21, 319, νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσϑω (νηήσασϑαι) Iliad. 9, 137. 279, σῖτον ἔδωκεν ἅλις Od. 7, 295, ἣ ἅλις κέχυτο (κόπρος) 17, 298, ὅϑι ἔκειτο ἅλις εὐῶδες ἔλαιον Od. 2, 339, χρυσόν τε ἅλις ἐσϑῆτά τε δόντες Od. 5, 38. 23, 341 vgl. 13, 136, δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων Od. 15, 77. 94, μή οἱ χρήματ' ἔπειτα ἅλις ϑυμηδέ' ἔδωμεν Od. 16, 389, πλοῠτος δὲ καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω Od. 24, 486; ἦ οὐχ ἅλις ὅτι, ist's nicht genug, daß, Il. 5, 349. 23, 670; ὡς 17, 450 Od. 2, 312; ἅλις δέ οἱ Iliad. 9, 376. – Nach Homer wird es theils mit dem genit. eines substant. verbunden, Aesch. Ag. 1641 Eum. 645 Soph. O. C. 1020 Eur. Phoen. 1749, auch in Prosa, ἅλις ἐστί μοί τινος Her. 9, 27; vgl. Eur. Cycl. 248; Luc. Bis acc. 12; Plat. Polit. 287 a; bes. Sp.; theils wird es absolut gebraucht, so daß es zu einem subst. tritt, Soph. ἅλις πόνος τούτοις, die Mühe ist genug, sie haben genug Mühe, Phil. 880, ἅλις ἡ παροῦσα λύπη Tr. 331; oder ein acc. c. inf. steht dabei, ἅλις Ἀργείοις Καδμείους εἰς χεῖρας ἐλϑεῖν, es reicht hin, daß die Kadmeer mit den Argivern kämpfen, Aesch. Spt. 661; ἅλις ἐμοὶ αὐτοῦ μένειν Soph. O. R. 686; ἅλις δὲ κλαίειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν Eur. Alc. 1031; oder ein partic., ἅλις νοσοῠσ' ἐγώ, es ist genug, daß ich krank bin, Soph. O. R. 1061; vgl. Eur. Herc. Fur. 1324 u. Arist. Nic. Eth. 10, 11 ἅλις ἐγὼ δυςτυχῶν; πρεσβεύοντες ἅλις εἶχον, d. i. sie waren es müde, Pol. 5, 68, 1. Ganz allein: ἅλις, genug davon, Soph. Ai. 1381; εἰς ἅλις, zur Genüge, Theocr. 25, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλις — in crowds indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Ἅλις — Ἅλῑς , Ἅλις masc acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἅλις masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Ἅλι — Ἅλις masc voc sg Ἅλῑ , Ἅλις masc dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλοῖν — Ἅλις masc gen/dat dual (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁλῆσι — Ἅλις masc dat pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεα — Ἅλις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεες — Ἅλις masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλεος — Ἅλις masc gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”