- ὄον
ὄον, τό, die Frucht des Sperberbaumes, Sperber-, Arles- od. Adlersbeere, von den Griechen eingemacht und gegessen, Plat. Conv. 190 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὄον, τό, die Frucht des Sperberbaumes, Sperber-, Arles- od. Adlersbeere, von den Griechen eingemacht und gegessen, Plat. Conv. 190 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όον — ὄον και οὖον, τὸ (Α) [όα] ο καρπός τής όας, τής σουρβιάς … Dictionary of Greek
μιλτόχροος — οον και μιλτόχρους, ουν (Μ μιλτόχρους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει το χρώμα τής μίλτου, κόκκινος, ερυθρός («μιλτόχροον ὄρος», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + χροος/ χρους(< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ροδό χροος] … Dictionary of Greek
ὦον — ὄον , ὄον service tree neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράρ(ρ)οος — οον, Α βλ. παράρ(ρ)ους … Dictionary of Greek
πεντάχροος — οον, Μ αυτός που έχει πέντε χρώματα, ο πεντάχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + χροος (< χρώς, χρωτός), πρβλ. δί χροος] … Dictionary of Greek
ποντοπλόος — οον, Α (για πλοίο) αυτός που διαπλέει τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + πλόος (< πλόος/ πλοῦς < πλέω)] … Dictionary of Greek
πουλύχοος — οον, Α βλ. πολύχους … Dictionary of Greek
ὄων — ὄον service tree neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύξους — εὔξους, ουν, εὔξοος, οον, επικ. τ. ἐΰξοος, οον (Α) 1. ο επεξεργασμένος καλά, ο εύξεστος* 2. φρ. «σκέπαρνον ἐΰξοον» σκεπάρνι από στιλβωμένο μέταλλο 3. αυτός που στιλβώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξόος (< ξέω)] … Dictionary of Greek
ηδύθρους — ἡδύθρους, ουν και οος, οον δωρ. τ. ἁδύθρους, ουν και οος, οον, (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκόλαλος («ἡδύθρους Μοῡσα», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + θρους (< θρέομαι «ξεφωνίζω»), πρβλ. αλλό θρους, δημό θρους, μιξό θρους] … Dictionary of Greek
ιδιόχρους — ουν και, οος, οον (Α ἰδιόχρους, ουν και ἰδιόχροος, οον) ο ιδιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + χρους (< χροος < χρως, ο «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρους, ηδύ χρους] … Dictionary of Greek