ἄθυρμα

ἄθυρμα

ἄθυρμα, τό, alles, was erfreut, Spielzeug, Ergötzung, Schmuck, Hom. dreimal, Iliad. 15, 363 ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν ῥεῖα μάλ', ὡς ὅτε τις ψάμαϑον παῖς ἄγχι ϑαλάσσης, ὅς τ' ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀϑύρματα νηπιέῃσιν, ἂψ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν ἀϑὐρων, Od. 15, 416 ἔνϑα δἑ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυϑον ἄνδρες, τρῶκται, μυρί' ἄγοντες ἀϑύρματα νηὶ μελαίνῃ, 18, 323 παῖδα δὲ ἃς ἀτίταλλε, δίδου δ' ἄρ ἀϑὐρματα ϑυμῷ;Pind. P. 5, 23 nennt Ἀπολλώνιον ἄϑ. den Festreigen des Apollo; δελφῖνες, ἀϑύρματα Νηρηΐδων Arion 11, Freude der Nereiden. Aehnlich Sp. D., ῥόδον ἀφροδισίων ἄϑ., Zierde, Anacr. 53, 8; καλὸν ἄϑ. κάτϑεσαν En. ad. 125 (VI, 37), ein schönes Weihgeschenk. Die Atticisten ziehen es dem παιγνίον vor und wollen ἅϑυρμα schreiben; Cratin. nannte nach Suid. so seine Komödien.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἅθυρμα — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθυρμα — plaything neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθυρμα — το (Α ἄθυρμα) νεοελλ. 1. παιδικό παιχνίδι 2. αυτός που άγεται και φέρεται σαν παιχνίδι, άβουλο όργανο, ανδρείκελο, έρμαιο αρχ. 1. τέρψη, χαρά 2. στον πληθ. τὰ ἀθύρματα κοσμήματα, στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] …   Dictionary of Greek

  • άθυρμα — το, ατος παιχνίδι (κυρίως σε μτφ. έννοια): Είχε πια γίνει άθυρμα της μοίρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄθυρμ' — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυρμάτων — ἄθυρμα plaything neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρμασι — ἄθυρμα plaything neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρμασιν — ἄθυρμα plaything neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρματα — ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρματι — ἄθυρμα plaything neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρματος — ἄθυρμα plaything neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”