επίλυπος — ἐπίλυπος, ον (Α) 1. μελαγχολικός 2. αυτός που προκαλεί λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * λυπος (< λύπη), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά λυπος, παυσί λυπος)] … Dictionary of Greek
κατάλυπος — (I) η, ο πολύ λυπημένος, θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. ἔλ λυπος, περί λυπος]. (II) κατάλυπος, ον (Α) (βοιωτ. επιγρ.) κατάλοιπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ., λόγω τού μονοφθογγισμού τής διφθόγγου [oi], τού κατάλοιπος] … Dictionary of Greek
μικρόλυπος — μικρόλυπος, ον (Α) αυτός που λυπάται για ασήμαντα και μηδαμινά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. περί λυπος] … Dictionary of Greek
παυσίλυπος — η, ο / παυσίλυπος, ον, ΝΑ αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη λύπη («παυσίλυπος ἄμπελος», Ευρ.) αρχ. 1. ως κύριο όν. τὸ Παυσίλυπον έπαυλη τού Πολλίωνος στη Νεάπολη τής Ιταλίας 2. φρ. α) «άντρον τού Παυσίλυπου» σήραγγα πάνω από την οποία… … Dictionary of Greek
περίλυπος — η, ο / περίλυπος, ον, ΝΜΑ βαθιά λυπημένος («περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λυπος (< λύπη), πρβλ. κατά λυπος)] … Dictionary of Greek
πολύλυπος — ον, Α αυτός που έχει πολλές λύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λυπος (< λύπη), πρβλ. βαρύ λυπος] … Dictionary of Greek
φιλόλυπος — ον, Α 1. αυτός που καταλαμβάνεται συχνά από το αίσθημα τής λύπης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόλυπον τάση για λύπη, μελαγχολική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. παυσί λυπος] … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek