ἄλσος

ἄλσος

ἄλσος, εος, τό (mit ἀλδαίνω verw.), heiliger, einer Gottheit geweihter Hain, ἀγλαὸν ἄλσος Ἀϑήνης αἰγείρων Od. 6, 291, κλυτὸν ἄλσος ἱρὸν Ἀϑηναίης 321; ῷκει γὰρ ἐν ἄλσεϊ δενδρήεντι Φοίβου Ἀπόλλωνος 9, 200; ἄλσεα Περσεφονείης, μακραί τ' αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι 10, 509; ἄλσος ὕπο σκιερὸν Ἀπόλλωνος 20, 278; ἀμφὶ δ' ἄρ' αἰγείρων ἦν ἄλσος 17, 208; – ἱερὸν ἄλσος Φοίβου Ἀπόλλωνος Hes. Sc. 99; ϑεῶν Soph. O. C. 10, u. öfter Tragg., Pind., Her. Später jeder Hain, Wäldchen, Theocr. 1, 117; Mosch. 3, 3; δένδρων Plat. Legg. XII, 947 c. Auch ganze Städte heißen ἄλσεα des von ihnen besonders verehrten Gottes, Hom. Iliad. 2, 506 Ὀγχηστόν ϑ' ἱερόν, Ποσιδήιον ἀγλαὸν ἄλσος; Ἄργος Ἰνάχου κόρης ἄλσος Soph. El. 5; Pind. Ol. 3, 19 Διὸς πάνδοκον ἄλσος; πόντιον ἄλσος die (Poseidon) heilige Meeresfläche Aesch. Pers. 111 vgl. Suppl. 848.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄλσος — grove neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… …   Dictionary of Greek

  • άλσος — το μικρό δάσος, πάρκο: Το άλσος είναι ένας πνεύμονας για την περιοχή όπου βρίσκεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αιάνειον — Άλσος, τέμενος, τόπος ιερός, στην περιοχή της οχυρής Οπούντας, μητρόπολης των Λοκρών. Εκεί –κατά την παράδοση– είχαν ζήσει οι πρωτόπλαστοι Δευκαλίωνας και Πύρρα και γι’ αυτό το Α. ήταν ένα είδος Εδέμ ή επίγειου παραδείσου των αρχαίων Ελλήνων …   Dictionary of Greek

  • ἀλσέων — ἄλσος grove neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλσῶν — ἄλσος grove neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλσους — ἄλσος grove neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλτις — Ιερός δασώδης χώρος στην Ολυμπία κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπειο, το Μητρώο, οι χάλκινοι ανδριάντες των Ολυμπιονικών, η στοά της Ηχούς, οι θησαυροί των πόλεων και το Πρυτανείο. Αργότερα χτίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • αλσύλλιο — το (υποκορ. τού άλσος) μικρό άλσος, δασάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + υποκορ. κατάλ. ύλλιο) …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • ἄλσει — ἄλσις growth fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἄλσεϊ , ἄλσις growth fem dat sg (epic) ἄλσις growth fem dat sg (attic ionic) ἄλσος grove neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄλσεϊ , ἄλσος grove neut dat sg (epic ionic) ἄλσος grove neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”