- ἄ-θραυστος
ἄ-θραυστος, unzerbrochen, unverletzt, Eur. πύργοι Hec. 17 Phoen. 1095; λιμήν Cycl. 292; Polyb. 2, 22, 5; öfter Plut., z. B. δύναμις Them. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-θραυστος, unzerbrochen, unverletzt, Eur. πύργοι Hec. 17 Phoen. 1095; λιμήν Cycl. 292; Polyb. 2, 22, 5; öfter Plut., z. B. δύναμις Them. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θραυστός — θραυστός, ή, όν (Α) [θραύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να θραύσει, ο εύθραυστος 2. κατάλληλος για κατακρήμνιση 3. αυτός που θραύει, που συντρίβει 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θραυστόν το θραύσμα … Dictionary of Greek
θραυστός — frangible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυστά — θραυστός frangible neut nom/voc/acc pl θραυστά̱ , θραυστός frangible fem nom/voc/acc dual θραυστά̱ , θραυστός frangible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυστόν — θραυστός frangible masc acc sg θραυστός frangible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυστοί — θραυστός frangible masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυστοῦ — θραυστός frangible masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυστούς — θραυστός frangible masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυστῆς — θραυστός frangible fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θραυστή — θραυστός frangible fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίθραυστος — η, ο (Α ἡμίθραυστος, ον) κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θραυστος (< θραύω), πρβλ. ά θραυστος, εύ θραυστος] … Dictionary of Greek
πολύθραυστος — ον, Α 1. σπασμένος σε πολλά κομμάτια 2. εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θραυστός (< θραύω «σπάζω»), πρβλ. ά θραυστος, εύ θραυστος] … Dictionary of Greek