ἄ-δᾳδος

ἄ-δᾳδος

ἄ-δᾳδος, ohne Kienharz, δᾴς, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δᾳδός — δαίς 1 fire brand fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δᾷδος — δαίς 1 fire brand fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ADAGOUS — Hesych. Α᾿δαγοοὺς, θεός τις παρὰ φρνξίν. Existimet aliquis rescribendum, Α᾿δαδος´ς. Facilius subscriberem; nisi exponerer θεὸς Ε῾ρμαφρόδιτος, Deus semivir. Salmas. θὼς legit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LYCHNIS vel LYCHNITES gemma — memoratur Luciano in Syria Dea Λίθον ἐπὶ τῇ κεφαλῇ φορέει, λυχνὶς καλέεται Α᾿πὸ τούτου εν νυκτὶ σέλας πολλὸν ἀπολάμπεται ὑπὸ δὲ οἱ καὶ ὁ νηὸς ἅπας οἷον ὑπὸ λύχνοισι φαίνεται εν ἡμέρῃ δὲ τὸ μὲν φέγγος ἀςθενέει, ἰδέην δὲ ἔχει κάρτα πυρώδεα, Gemmam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MAGI — I. MAGI Sacerdotes et Philosophi Persarum, quibus et sacra et publica res curae, magnô apud omnes pretiô, Altrorum praecipue contemplationi vacabant: Horum auctor Zoroaster, seu Altrotheates, doctrina verô nihil aliud fuisse videtur, quam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TAEDA — an quasi δετὴ, quod esset fax in fasciculum colligata, an ex δᾶς δᾷδος etc. frequenti in usu priscis fuit, unde inter servos, non solum ad Lychnum, ad funale, ad laternam Lampadophorique, sed et Taedigeri fuêre: Inprimis in Sacris Nuptiis et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • δαδηφόρος — δᾳδηφόρος, η (Α) αυτή που κρατά δάδα (επίθετο τής Περσεφόνης). [ΕΤΥΜΟΛ. < δᾴς (δᾳδός) + φόρος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε μετρικούς λόγους (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων πρβλ. ασπιδηφόρος)] …   Dictionary of Greek

  • δαδοκοπώ — ( άω) (Α δαδοκοπῶ, έω) κόβω δαδιά από ξύλο πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δᾴς, (δᾳδός) + κοπώ < κο πος < κόπτω] …   Dictionary of Greek

  • δαδουργός — δᾳδουργός, ο (Α) αυτός που κόβει πεύκα για να βγάλει ρετσίνι ή να ετοιμάσει δαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + ουργός < έργον] …   Dictionary of Greek

  • δαδούχος — ο (Α δᾳδοῡχος) 1. αυτός που κρατά δάδα, ο λαμπαδηφόρος 2. εκείνος που φωτίζει, καθοδηγεί τους άλλους («δᾳδοῡχοι τῆς σοφίας») αρχ. 1. ιερατικό αξίωμα τών Ελευσίνιων Μυστηρίων 2. ως επίθ. (για τον ήλιο) φωτοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + ούχος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”