- ἄν-ηβος
ἄν-ηβος, der das mannbare Alter noch nicht erreicht hat, unerwachsen, Lys. 14, 25; κόραι Plat. Legg. VIII, 833 a; Theocr. 8, 3. Ggstz ἔφηβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄν-ηβος, der das mannbare Alter noch nicht erreicht hat, unerwachsen, Lys. 14, 25; κόραι Plat. Legg. VIII, 833 a; Theocr. 8, 3. Ggstz ἔφηβος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηβός — ἡβὸς και δωρ. τ. ἁβός, ή, όν (Α) νέος, νεαρός («τὸ μέν τις οὔθ ἁβὸς οὔτε γήρᾳ σημαίνων ἁλιώσει» αυτό βέβαια ούτε κανένας νεαρός ούτε γέροντας επιδρομέας θα τό αφανίσει, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον Σοφοκλή ως αβός (δωρ. τ.) < ήβη] … Dictionary of Greek
ἡβός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφηβος — ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος) αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.) αρχ. 1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» να γραφούν στα… … Dictionary of Greek
έξηβος — ἔξηβος, ον (Α) αυτός που πέρασε την ηλικία τού εφήβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηβός, πρβλ. έφ ηβος] … Dictionary of Greek
πάρηβος — η, ο / πάρηβος, ον, ΝΑ 1. αυτός που πέρασε τον καιρό τής ήβης, τής νιότης και άρχισε να γερνά 2. αυτός που πέρασε τον καιρό τής ακμής του και άρχισε να παρακμάζει αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάρηβον (στους Ινδούς) το φυτό συκή η ιερά, για το οποίο… … Dictionary of Greek
πρόσηβος — ον, Α αυτός που πλησιάζει την εφηβική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek
πρώθηβος — ον, Α ο πρωθήβης. * [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. έφ ηβος] … Dictionary of Greek
σύνηβος — και ξύνηβος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που είναι επίσης έφηβος 2. (κατ επέκτ.) συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηβος (< ἥβη «νεότητα, εφηβεία»), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek
υπέρηβος — ον, ΜΑ υπερήλικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek
φίληβος — ον, Α αυτός που αγαπά την νεότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηβος (< ἥβη), πρβλ. ἔφ ηβος] … Dictionary of Greek
ἡβῶν — ἥβη youthful prime fem gen pl (doric) ἡβάω attain pres part act masc voc sg ἡβάω attain pres part act neut nom/voc/acc sg ἡβάω attain pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἡβάω attain pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) ἡβός … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)