- ἄνθεο
ἄνθεο, poet. = ἀνάϑου, s. ἀνατίϑημι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄνθεο, poet. = ἀνάϑου, s. ἀνατίϑημι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄνθε' — ἄνθεα , ἄνθος blossom neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἄνθει , ἄνθος blossom neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄνθεϊ , ἄνθος blossom neut dat sg (epic ionic) ἄνθει , ἄνθος blossom neut dat sg ἄνθεε , ἄνθος blossom neut nom/voc/acc dual (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)