- ἄνθειον
ἄνθειον, τό, die Blüthe, böotisch, Ar. Ach. 834.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄνθειον, τό, die Blüthe, böotisch, Ar. Ach. 834.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άνθειον — ἄνθειον, το (Α) το άνθος* … Dictionary of Greek
ἀνθείου — ἄνθειον flower neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθείῳ — ἄνθειον flower neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθεια — ἄνθειον flower neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)