καρμίρης — ο 1. φιλάργυρος, τσιγκούνης, μίζερος 2. δύστροπος στις πληρωμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καρί μοιρος < καρί, δοτ. τού Καρ με μτφ. σημ. «τιποτένιος» + μοιρος < μοίρα (πρβλ. δύσ μοιρος, κακό μοιρος)] … Dictionary of Greek
επίμοιρος — ἐπίμοιρος, ον (Α) κοινωνός, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *μοιρος (< μοίρα < μείρομαι «διαιρώ, συμμετέχω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δί μοιρος, μεμψί μοιρος)] … Dictionary of Greek
εσχατόμοιρος — ἐσχατόμοιρος, ον (Α) αυτός που έχει την έσχατη μοίρα, το έσχατο μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + μοιρος < μοίρα (πρβλ. ά μοιρος, μεμψί μοιρος)] … Dictionary of Greek
θεόμοιρος — θεόμοιρος, ον (Α) αυτός που μετέχει στη θεία φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μοιρος (< μοίρα), πρβλ. ά μοιρος, ολβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
ισόμοιρος — η ο (Α ἰσόμοιρος, ον) αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους αρχ. 1. ισοδύναμος 2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον … Dictionary of Greek
κακόμοιρος — η, ο (AM κακόμοιρος, ον) αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος. επίρρ... κακόμοιρα άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονό μοιρος, ολβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
καλόμοιρος — η, ο (Μ καλόμοιρος, ον) καλότυχος, ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό μοιρος, μονό μοιρος] … Dictionary of Greek
ολβιόμοιρος — ὀλβιόμοιρος, ον (Α) αυτός που έχει ευτυχισμένη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακό μοιρος] … Dictionary of Greek
πλανησίμοιρος — ον, Α αυτός που μοιραία προξενεί περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος< πλάνησις + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μεμψί μοιρος] … Dictionary of Greek
ταχύμοιρος — ον, Α ταχύμορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ὀλβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
τετράμοιρος — ον, Α αυτός που ανήκει στην τέταρτη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δωδεκά μοιρος] … Dictionary of Greek