θερμόβουλος — θερμόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δί βουλος, επί βουλος, σύμ βουλος] … Dictionary of Greek
ετερόβουλος — ἑτερόβουλος, ον (Μ) αυτός που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + βουλος (< βουλή) πρβλ. εύ βουλος, κακό βουλος] … Dictionary of Greek
ευθύβουλος — εὐθύβουλος, ον (Μ) ευθύς στη σκέψη, με ορθή σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + βουλος < βουλή (πρβλ. ά βουλος, κακό βουλος)] … Dictionary of Greek
εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… … Dictionary of Greek
θεόβουλος — θεόβουλος, ον, θηλ. και θεοβούλη (Α) (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που δίνει θεϊκές συμβουλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. ά βουλος, σύμ βουλος] … Dictionary of Greek
θρασύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Με τέχνασμά του παραπλάνησε τον βασιλιά της Λυδίας, Αλυάττη, ο οποίος πολιορκούσε την πόλη, και τον ανάγκασε όχι μόνο να συμμαχήσει με τους Μιλήσιους αλλά και να… … Dictionary of Greek
κακόβουλος — η, ο (ΑΜ κακόβουλος, ον) νεοελλ. αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις») νεοελλ. μσν. αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό τού άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακος («κακόβουλος άνθρωπος») αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος … Dictionary of Greek
καλόβουλος — η, ο (Μ καλόβουλος, ον) αυτός που έχει αγαθά φρονήματα, ο καλός μσν. ο συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βουλος (< βουλή), πρβλ. ορθό βουλος, σκολιό βουλος] … Dictionary of Greek
κλυτόβουλος — κλυτόβουλος, ον (Α) φημισμένος για τις συμβουλές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + βουλος (< βουλή), πρβλ. αρκεσί βουλος, επί βουλος] … Dictionary of Greek
κοινόβουλος — κοινόβουλος, ὁ (Α) 1. σύμβουλος 2. μέλος τής τοπικής συγκλήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βουλος (< βουλή), πρβλ. βαθύ βουλος, πολύ βουλος] … Dictionary of Greek
κρυψίβουλος — η, ο (Μ κρυψίβουλος, ον) αυτός που κρύβει τους πραγματικούς σκοπούς και τις αληθινές σκέψεις και προθέσεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + βουλος (< βουλεύω < βουλή), πρβλ. αυτό βουλος, υστερό βουλος] … Dictionary of Greek