ἄνητον

ἄνητον

ἄνητον, τό, äol. für ἄνηϑον, Dill, Alcaeus und Sapph. Ath. XV, 674 d; nach B. A. 403 ἄννητον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άνητον — το (Α) βλ. άνηθο …   Dictionary of Greek

  • ἄνητον — ἄνηθον dill neut nom/voc/acc sg (aeolic) ἄνω 1 accomplish pres subj act 3rd dual ἄνω 1 accomplish pres subj act 2nd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνηθο — Φυτό μονοετές της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα), που αυτοφύεται στις μεσογειακές χώρες, στην Αφρική και στην Ασία. Φτάνει σε ύψος τα 30 70 εκ., έχει γραμμωτούς, κοίλους βλαστούς και χρώμα γαλαζοπράσινο, φύλλα φτερωτά, κατά νηματοειδή …   Dictionary of Greek

  • άνισο(ν) — το (ΜΑ ἄνισον) κοινή σήμερα ονομασία τού φυτού Pimpinella anisum, το γλυκάνισο ή ανασόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ., συγγενής με τους τ. ἄννησον, ἄνησον ή ιων. ἄννητον, ἄνητον και πιθ. με τον τ. ἄνηθον, που μαρτυρούνται στη Σαπφώ, στον Αλκαίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”