- ἄνησον
ἄνησον, τό, ionisch für ἄνηϑον, Dill; richtiger scheint die Form ἄννησον; Her. 4, 71; Nic. Th. 650.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄνησον, τό, ionisch für ἄνηϑον, Dill; richtiger scheint die Form ἄννησον; Her. 4, 71; Nic. Th. 650.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άνησον — ἄνησον, το κ. ἄνησον κ. ἄνησσον κ. ἄννισον (Α), ἄνισον (AM) το φυτό γλυκάνισο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άνησον καθώς και οι συναφείς με αυτόν τύποι πρέπει να διακρίνονται από τον τ. άνηθον* καί τους συναφείς του τύπους πράγμα εξάλλου που συνέβαινε ήδη στην… … Dictionary of Greek
ἄνησον — ἄνηθον dill neut nom/voc/acc sg (ionic) ἄ̱νησον , ἀνέω aor imperat act 2nd sg ἄ̱νησον , ἀνέω futperf ind act masc voc sg (doric aeolic) ἄ̱νησον , ἀνέω futperf ind act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνισο(ν) — το (ΜΑ ἄνισον) κοινή σήμερα ονομασία τού φυτού Pimpinella anisum, το γλυκάνισο ή ανασόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ., συγγενής με τους τ. ἄννησον, ἄνησον ή ιων. ἄννητον, ἄνητον και πιθ. με τον τ. ἄνηθον, που μαρτυρούνται στη Σαπφώ, στον Αλκαίο … Dictionary of Greek
άνισον — ἄνισον (ἄν(ν)ισον), το (AM) βλ. άνησον … Dictionary of Greek
άννησον — (κ. άνησσον), το (Α) βλ. άνησον … Dictionary of Greek
σίο — το / σίον, ΝΜΑ γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα ή απιίδες τής τάξης σκιαδανθή, με 15 περίπου είδη πολυετών ποών τού βόρειου ημισφαιρίου, γνωστό σήμερα και… … Dictionary of Greek