ὄνοσμα

ὄνοσμα

ὄνοσμα, τό, ein wohlriechendes, stachliges Kraut, zur Gattung ἄγχουσα gehörig, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὄνοσμα — stone bugloss neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνοσμα — το (Α ὄνοσμα) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες αρχ. το φυτό που σήμερα είναι γνωστό με τις κοινές ονομασίες μελίχορτο, αμπελοφράχτης ή βραχοτσίχλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ὀσμή] …   Dictionary of Greek

  • ὀνόσματος — ὄνοσμα stone bugloss neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • onosma — ► sustantivo femenino BOTÁNICA Planta herbácea perenne de la familia de las saxifragáceas de flores blancas. * * * onosma (del lat. «onosma», del gr. «ónosma») f. *Orcaneta amarilla (planta borraginácea). * * * onosma. (Del lat. onosma, y este… …   Enciclopedia Universal

  • ονοσμόδιο — το βοτ. γένος δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onosmodium (ανώμαλη μορφή τού όνοσμα)] …   Dictionary of Greek

  • φλονίτις — ίτιδος, ἡ, ΜΑ πιθ. άλλη ονομασία για τό φυτό ονωνίς ή όνοσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόνος, άλλος τ. τού φλόμος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. μηκων ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

  • onosma — (Del lat. onosma, y este del gr. ὄνοσμα). f. Especie de onoquiles …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”