- ἄν-ηστις
ἄν-ηστις, εως, = νῆστις, nüchtern, Cratin. in B. A. 402.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄν-ηστις, εως, = νῆστις, nüchtern, Cratin. in B. A. 402.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίμνηστις — λίμνηστις, ήστεως, ἡ (Α) 1. το φυτό κενταύριο το μέγα 2. η λιμνησία,* η αδάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμνηστής < *λιμνηδτής < λίμνη + ηδ τής (< ἔδω «τρώγω»), πρβλ. κριμν ήστις] … Dictionary of Greek