- ἄνθρυσκον
ἄνθρυσκον, τό, ein Doldengewächs, Ath. XV, 685 c aus Pherecr. u. Cratin., v. l. ἀνϑρίσκιον, wie auch Theophr. geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄνθρυσκον, τό, ein Doldengewächs, Ath. XV, 685 c aus Pherecr. u. Cratin., v. l. ἀνϑρίσκιον, wie auch Theophr. geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άνθρυσκον — ἄνθρυσκον, το (Α) είδος μαϊντανού με σγουρά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τα αθήρ, ανθέριξ «το ακανθώδες μέρος του σταχιού». Υπάρχει και δεύτερος τύπος ένθρυσκον, ο οποίος είναι μάλλον υστερογενής] … Dictionary of Greek
ἀνθρύσκου — ἄνθρυσκον chervil neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνθρυσκα — ἄνθρυσκον chervil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθρυσκον — ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α) άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο … Dictionary of Greek
κἀνθρύσκου — ἀνθρύσκου , ἄνθρυσκον chervil neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)