- ἄανθα
ἄανθα, eine Art Ohrgehänge, Alcm. fr. 96 u. Ar. bei Hes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄανθα, eine Art Ohrgehänge, Alcm. fr. 96 u. Ar. bei Hes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άανθα — ἄανθα, η (Α) είδος σκουλαρικιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. ξένη λ. Η προέλευση από *αὐς άνθᾱ (θ. συγγενές με το οὖς + *ἄνθᾱ < ἄνθος, οπότε ο τύπος θα ήταν ἀάνθα) θεωρείται αμφίβολη] … Dictionary of Greek
ἀάνθα — ἀάνθᾱ , ἄανθα ear ring fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄανθα — ear ring fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄανθαν — ἄανθα ear ring fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
ōus2 : ǝus- : us- — ōus2 : ǝus : us English meaning: ear Deutsche Übersetzung: “Ohr” Note: extended with i (ǝusi s), es (ǝusos n.) and en Note: Root ōus2 : ǝus : us : “ear”, derived from zero grade of Root ghous : “to sound; hear”. Only Indo… … Proto-Indo-European etymological dictionary