ἄν-αλτος

ἄν-αλτος

ἄν-αλτος (ἄλϑω), unersättlich, γαστήρ Od. 17, 228. 18, 864; vom Bettler 18, 114.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Altus (Mygdonia) — Altus (Greek: polytonic|Άλτός), was a fortress town in Mygdonia near Therma (later Thessaloniki). The town is mentioned by Stephanus of Byzantium ( s.v. ) and Theagenes of Macedon.References*John Cramer, A Geographic and Historical Description of …   Wikipedia

  • άναλτος — (I) ἄναλτος, ον (Α) αυτός που δεν γεμίζει με κάτι, άπληστος, ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + ΙΕ ρ. *al + επίθημα τος. Πρόκειται για μεμονωμένους σχηματισμούς τής ΙΕ ρίζας *al «αναπτύσσομαι, τρέφομαι», που εξαφανίστηκε στα Ελλην. (διατηρήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

  • Κιτσέ — I (Quiche). Αρχαίος λαός της Κεντρικής Αμερικής, ο οποίος γλωσσολογικά αποτελούσε τμήμα των Μάγια. Περίπου τον 13o αι. μ.Χ. οι Κ. ίδρυσαν στη Γουατεμάλα ένα ακμαίο βασίλειο που το διοικούσαν φεουδάρχες, το 1524 όμως υποτάχθηκαν στους Ισπανούς. Αν …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • al-2 —     al 2     English meaning: “to grow; to bear”     Deutsche Übersetzung: “wachsen; wachsen machen, nähren”     Material: O.Ind. an ala “ fire “ (“ the glutton “, W. Schulze KZ. 45, 306 = Kl. Schr. 216); Gk. νεᾱλής “ cheerful, strong “ (νέος +… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”