- ἄμμιον
ἄμμιον, τό, Diosc., minium, Zinnober.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄμμιον, τό, Diosc., minium, Zinnober.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek