- ἄν-αγνος
ἄν-αγνος, unrein, unkeusch, schuldbefleckt, Tragg., z. B. Aesch. Ag. 220; Eur. Hipp. 1448; auch Antiph. II, α, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄν-αγνος, unrein, unkeusch, schuldbefleckt, Tragg., z. B. Aesch. Ag. 220; Eur. Hipp. 1448; auch Antiph. II, α, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἅγνος — ἄγνος , ἄγνος chaste tree fem nom sg ἄγνος , ἄγνος chaste tree masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγνος — chaste tree fem nom sg ἄγνος chaste tree masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνός — pure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγνος — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek
αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek
αγνός — ή, ό 1. καθαρός, αθώος, τίμιος: Πρόκειται για κορίτσι αγνό. 2. ανόθευτος: Μου δωσε λάδι αγνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄγνω — ἄγνος chaste tree fem nom/voc/acc dual ἄγνος chaste tree fem gen sg (doric aeolic) ἄγνος chaste tree masc nom/voc/acc dual (attic) ἄγνος chaste tree masc gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνά — ἁγνός pure neut nom/voc/acc pl ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc/acc dual ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνότερον — ἁγνός pure adverbial comp ἁγνός pure masc acc comp sg ἁγνός pure neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνοτάτω — ἁγνός pure masc/neut nom/voc/acc superl dual ἁγνός pure masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνοτάτων — ἁγνός pure fem gen superl pl ἁγνός pure masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)