- ἄ-δεικτος
ἄ-δεικτος, nicht zu zeigen, unsichtbar, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-δεικτος, nicht zu zeigen, unsichtbar, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεικτός — δεικτός, ή, όν (Α) [δείκνυμι] 1. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί, που επιδέχεται απόδειξη 2. κατανοητός, αντιληπτός … Dictionary of Greek
δεικτός — capable of proof masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικτά — δεικτός capable of proof neut nom/voc/acc pl δεικτά̱ , δεικτός capable of proof fem nom/voc/acc dual δεικτά̱ , δεικτός capable of proof fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικτόν — δεικτός capable of proof masc acc sg δεικτός capable of proof neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοπόδεικτος — λοπόδεικτος, ον (Α) αυτός τον οποίο δείχνει κάποιος αλλά χωρίς να φαίνεται ευκρινώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπός + δεικτος(< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος, ουρανό δεικτος] … Dictionary of Greek
ευαπόδεικτος — η, ο (Α εὐαπόδεικτος, ον) αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο δεικτός (< απο δεικνύω) πρβλ. δυσ απόδεικτος, αν από δεικτος] … Dictionary of Greek
ουρανόδεικτος — οὐρανόδεικτος, ον (Α) (για τη Σελήνη) αυτός που εμφανίζεται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + δεικτος (< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος] … Dictionary of Greek
χειρόδεικτος — ον, Α δακτυλοδεικτούμενος, πασίγνωστος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δεικτός (< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος] … Dictionary of Greek
δεικτῶν — δείκτης exhibitor masc gen pl δεικτός capable of proof fem gen pl δεικτός capable of proof masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλόδεικτος — δακτυλόδεικτος, ον (AM) εκείνος τον οποίο δείχνουν με το δάχτυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + δεικτος < δείκνυμι] … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek