- ἄνδωκε
ἄνδωκε für ἀναδύεται, ἀνέδωκεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄνδωκε für ἀναδύεται, ἀνέδωκεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄνδωκε — ἀναδίδωμι give up aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)