- περι-θρύπτω
περι-θρύπτω (s. ϑρύπτω), rings herum zerreiben, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-θρύπτω (s. ϑρύπτω), rings herum zerreiben, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιθρύπτει — περί θρύπτω break in pieces pres ind mp 2nd sg περί θρύπτω break in pieces pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθρύπτοντα — περί θρύπτω break in pieces pres part act neut nom/voc/acc pl περί θρύπτω break in pieces pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθρύψαι — περί θρύπτω break in pieces aor inf act περιθρύψαῑ , περί θρύπτω break in pieces aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθρυφθείς — περί θρύπτω break in pieces aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθρύπτω — Α κατακερματίζω, κομματιάζω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρύπτω «θραύω, συντρίβω, κομματιάζω»] … Dictionary of Greek
περιθρύψας — περιθρύψᾱς , περί θρύπτω break in pieces aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιθρύψασα — περιθρύψᾱσα , περί θρύπτω break in pieces aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)