- ἄμιθα
ἄμιθα, eine gewürzhafte Speise, Anacr. bei Hes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄμιθα, eine gewürzhafte Speise, Anacr. bei Hes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άμιθα — ἄμιθα, τα (Α) ίσως ταυτόσημο τού ἄμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασιολογική συγγένεια της λ. με το ουσ. ἄμης* «είδος γαλατόπιτας» οδηγεί στην υπόθεση ότι είναι πιθανή και ετυμολογική συγγένεια τών δύο λέξεων] … Dictionary of Greek