- ἄ-νευρος
ἄ-νευρος (νεῦρον), ohne Sehnen; dah. schlaff, Theop. com. bei Poll. 2, 234 neben ἀνέντατος. Im Compar. Arist. physiogn. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-νευρος (νεῦρον), ohne Sehnen; dah. schlaff, Theop. com. bei Poll. 2, 234 neben ἀνέντατος. Im Compar. Arist. physiogn. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτόνευρος — λεπτόνευρος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτά νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά νευρος, κατά νευρος] … Dictionary of Greek
πεντάνευρος — ον, Α αυτός που έχει πέντε χορδές, πεντάχορδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. λεπτό νευρος] … Dictionary of Greek
πολύνευρος — η, ο / πολύνευρος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά νεύρα, πολλές νευρώσεις («πολύνευρα φύλλα») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύνευρον το φυτό αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά νευρος] … Dictionary of Greek
τρίνευρος — η, ο, Ν (για φύλλα φυτού) αυτός που έχει τρία νεύρα, τρεις νευρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + νευρος (< νεύρο), πρβλ. πολύ νευρος] … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek
Артиллерия (исторический очерк) — АРТИЛЛЕРІЯ. Историческій очеркъ. Слово А. производится одними отъ латинскихъ arcus лукъ и telum стрѣла (вообще оружіе для пораженія издали), или отъ ars искусстве и tollere поднимать; другими отъ итальянскихъ arte de tirare искусство стрельбы,… … Военная энциклопедия